- κατασταίνω
- κατάστησα, καταστήθηκα, καταστημένος1. κάνω κάτι: Κατάστησε φρουρά.2. διορίζω: Τον κατάστησε πρόεδρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατασταίνω — (Μ κατασταίνω) κάνω, κατεργάζομαι κάτι νεοελλ. 1. στήνω 2. αρραβωνιάζω 3. παροιμ. «άσπρος γεννάτ ο κόρακας κι ύστερα γαλανιάζει και μαύρος καταστένεται και τους γονιούς του μοιάζει» τα παιδιά κατ ανάγκην θα μοιάσουν στους γονείς τους 4. (η μτχ.… … Dictionary of Greek
ακατάστητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει αποκτήσει ακόμη την κανονική του σύσταση, αγίνωτος 2. (για πρόσωπα) ανώριμος, άπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κατασταίνω] … Dictionary of Greek